αινόθρυπτος

αινόθρυπτος
αἰνόθρυπτος, -ον (Α)
τρυφερός, οκνηρός, αργοκίνητος, μαλθακός, τεμπέλης (για τα προβλήματα γραφής, σημασίας και ετυμολογίας τής λέξης βλ. αινόδρυπτος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αἰνόθρυπτε — αἰνόθρυπτος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αινόδρυπτος — αἰνόδρυπτος, ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες) αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο… …   Dictionary of Greek

  • οινόθρυπτος — οἰνόθρυπτος και δ. γρφ. αἰνόθρυπτος, ον (Α) αυτός που έχει εκθηλυνθεί ή έχει αδύνατο το σώμα από το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, κομματιάζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”